- ξεκουκούλωτος
- -η, -ο [ξεκουκουλώνω]1. ξεσκούφωτος, ξεσκέπαστος, ασκεπής2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεκουκούλωτοιθηριώδεις ένοπλοι Τούρκοι στην πριν από την επανάσταση τού 1821 Κρήτη, οι οποίοι έβγαζαν το κουκούλι τους, δηλαδή το φέσι τους, κατά τις επιδρομές τους στις επαρχίες για να παραπλανούν τους κατοίκους και να εκλαμβάνονται ως χριστιανοί ώστε να ληστεύουν έτσι ευκολότερα τους άοπλους χωρικούς.
Dictionary of Greek. 2013.